επιθυμία, η — και (ε)πιθυμιά, η και (ε)πιθύμια, η και αποθυμιά, η η τάση της ψυχής για κάτι (για απόκτηση δηλ. ή απόλαυση αντικειμένου), πόθος, όρεξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιθυμία — και επιθύμια και επιθυμιά και αποθυμιά, η (AM ἐπιθυμία, Μ και ἐπιθύμια και ἐπιθυμιά και ἀποθυμιά) [επιθυμώ] 1. πόθος, λαχτάρα («με επιθυμία να τηράζεις δύο μεγάλα σε θωρώ», Σολωμός) 2. ερωτική, σαρκική επιθυμία, πόθος, ηδονή μσν. 1. ανυπομονησία … Dictionary of Greek
ἐπιθυμία — ἐπιθῡμίᾱ , ἐπιθυμία desire fem nom/voc/acc dual ἐπιθῡμίᾱ , ἐπιθυμία desire fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐπιθυμίᾱ , ἐπιθυμιάω offer incense pres imperat act 2nd sg ἐπιθῡμίᾱ , ἐπιθυμιάω offer incense pres imperat act 2nd sg ἐπιθυμίᾱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμίᾳ — ἐπιθῡμίαι , ἐπιθυμία desire fem nom/voc pl ἐπιθῡμίᾱͅ , ἐπιθυμία desire fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡ ἐπιθυμία τοῦ σίτου ὄψον. — ἡ ἐπιθυμία τοῦ σίτου ὄψον. См. Голод лучший повар … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἐπιθυμιάσας — ἐπιθυμιά̱σᾱς , ἐπιθυμιάω offer incense pres part act fem acc pl (doric) ἐπιθυμιά̱σᾱς , ἐπιθυμιάω offer incense pres part act fem gen sg (doric) ἐπιθῡμιά̱σᾱς , ἐπιθυμιάω offer incense pres part act fem acc pl (doric) ἐπιθῡμιά̱σᾱς , ἐπιθυμιάω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμιαθείς — ἐπιθυμιᾱθείς , ἐπιθυμιάω offer incense aor part pass masc nom/voc sg (attic doric) ἐπιθῡμιᾱθείς , ἐπιθυμιάω offer incense aor part pass masc nom/voc sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμιάσαντες — ἐπιθυμιά̱σαντες , ἐπιθυμιάω offer incense aor part act masc nom/voc pl (attic doric) ἐπιθῡμιά̱σαντες , ἐπιθυμιάω offer incense aor part act masc nom/voc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμιάσασα — ἐπιθυμιά̱σᾱσα , ἐπιθυμιάω offer incense aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐπιθῡμιά̱σᾱσα , ἐπιθυμιάω offer incense aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμιάσασαι — ἐπιθυμιά̱σᾱσαι , ἐπιθυμιάω offer incense aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) ἐπιθῡμιά̱σᾱσαι , ἐπιθυμιάω offer incense aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)